φυσητικά

φυσητικά
φυσητικός
causing flatulency
neut nom/voc/acc pl
φυσητικά̱ , φυσητικός
causing flatulency
fem nom/voc/acc dual
φυσητικά̱ , φυσητικός
causing flatulency
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυσητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φύσημα, που είναι του φυσήματος: Φυσητικά όργανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”